Η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι μια χρόνια αυτοάνοση νόσος. Προκαλεί φλεγμονή στις αρθρώσεις (αρθρίτιδα), δηλαδή, πόνο, διόγκωση, θερμότητα, ευαισθησία στην πίεση των προσβεβλημένων αρθρώσεων, δυσκαμψία αυτών και απώλεια της λειτουργικότητάς τους.
Μεταξύ των φλεγμονωδών αρθριτίδων η ρευματοειδής αρθρίτιδα είναι η πιο συχνή. Προσβάλλει περίπου το 1% του γενικού πληθυσμού, και τις γυναίκες 3 φορές πιο συχνά από τους άντρες. Στην Ελλάδα, η συχνότητα της νόσου κυμαίνεται από 0,6 έως 1%. Η νόσος μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία, ακόμα και στην παιδική/εφηβική, αλλά συχνότερα εμφανίζεται στις ηλικίες 30-50 ετών για τις γυναίκες και 50-60 ετών για τους άνδρες.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα δεν εκδηλώνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλα τα άτομα. Σε κάποιους ασθενείς μπορεί να εγκαθίσταται οξέως ενώ στην πλειονότητα των ασθενών εκδηλώνεται υποξέως, δηλαδή σταδιακά. Στην πιο ήπια μορφή της μπορεί τα συμπτώματα να υπάρχουν για μακρύ χρονικό διάστημα και να χειροτερεύουν (έξαρση) ή να βελτιώνονται (ύφεση) κατά περιόδους.
Υπάρχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν τη ρευματοειδή αρθρίτιδα από άλλες φλεγμονώδεις αρθρίτιδες:
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα εμφανίζεται συχνότερα με αρθρικές εκδηλώσεις, αλλά κάποιες φορές μπορεί να εκδηλώνεται και με άλλες κλινικές εκδηλώσεις (εξωαρθρικές), οι οποίες προκύπτουν από την προσβολή διαφόρων άλλων οργάνων.
Έτσι, κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν μικρά υποδόρια, δηλαδή κάτω από το δέρμα, οζίδια, κυρίως πάνω από οστά σε περιοχές που πιέζονται και στις εκτατικές τους επιφάνειες (π.χ. αγκώνες). Ακόμα, κάποιοι ασθενείς μπορεί να εμφανίσουν αντίστοιχα οζίδια στους πνεύμονες ή και να εκδηλώσουν προσβολή του πνεύμονα από τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Λιγότερο συχνά μπορεί να υπάρχουν εκδηλώσεις όπως πλευρίτιδα ή και περικαρδίτιδα. Με τη ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να συνυπάρχει και ένα άλλο αυτοάνοσο νόσημα, το οποίο ονομάζεται σύνδρομο Sjögren και μπορεί να προκαλεί συμπτώματα ξηρότητας των βλεννογόνων, όπως ξηροφθαλμία ή και ξηροστομία. Σπανιότερα ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να εκδηλώσουν ρευματοειδή αγγειίτιδα, η οποία προκαλεί φλεγμονή στα αγγεία του δέρματος ή και των σπλάχνων.
Τα συμπτώματα της ρευματοειδούς αρθρίτιδας ιδιαίτερα στην έναρξη της νόσου μπορεί να διαφέρουν πολύ από ασθενή σε ασθενή.
Συνήθως υπάρχει πόνος και οίδημα (πρήξιμο) σε μία ή περισσότερες αρθρώσεις των άκρων (χειρών ή/και ποδών). Πολλές φορές ο ασθενής νιώθει τον πόνο αλλά αντιλαμβάνεται και το οίδημα σε αρκετές αρθρώσεις σχεδόν ταυτόχρονα όπως στους καρπούς, στις μικρές αρθρώσεις των χεριών ή/και των ποδιών. Δεν είναι ασύνηθες όμως να προσβάλλεται μία μόνο άρθρωση όπως για παράδειγμα το γόνατο.
Αυτό που είναι χαρακτηριστικό, είναι ότι τα συμπτώματα του πόνου και της δυσκαμψίας των αρθρώσεων είναι χειρότερα το πρωί (μετά από την παρατεταμένη νυκτερινή ακινησία) και βελτιώνονται κατά τη διάρκεια της ημέρας. Η πρωινή αυτή δυσκαμψία συνήθως διαρκεί πάνω από 1 ώρα μετά την αφύπνιση και μπορεί να δυσκολεύει τον ασθενή να εκτελέσει τις πρώτες πρωινές του καθημερινές δραστηριότητες.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να πρωτοεκδηλωθεί με συμπτωματολογία συνδρόμου του καρπιαίου σωλήνα, όπως μούδιασμα και πόνος στην άκρα χείρα που συχνά επιδεινώνονται τη νύχτα. Το μούδιασμα αφορά συνήθως τον αντίχειρα, το δείκτη, τον μέσο και τον μισό παράμεσο δάκτυλο. Ο πόνος μπορεί να αντανακλά και κεντρικότερα προς το αντιβράχιο και τον ώμο.
Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να συνυπάρχει πυρετική κίνηση και μεγάλη καταβολή και τα συμπτώματα από τις αρθρώσεις να παραβλεφθούν.
Η ρευματοειδής αρθρίτιδα μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη και παραμόρφωση στις αρθρώσεις, ειδικά στα αρχικά στάδια της νόσου. Για τον λόγο αυτό, είναι σημαντική η έγκαιρη διάγνωση και η σωστή θεραπεία από τον ειδικό γιατρό, τον ρευματολόγο. Ακόμη και σήμερα, υπάρχει σημαντική καθυστέρηση στην έγκαιρη διάγνωση σε ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα στην Ελλάδα, καθώς μόνο στο 27% των ασθενών η διάγνωση γίνεται στο πρώτο τρίμηνο από την έναρξη της νόσου.
Ακόμα και σε παιδιά ή εφήβους που μπορεί να πάσχουν από νεανική ρευματοειδή αρθρίτιδα η διάγνωση μπορεί να καθυστερεί είτε επειδή εκείνα δεν μπορούν να εκφράσουν σωστά τα συμπτώματα τους ή επειδή ο πόνος στις αρθρώσεις τους αποδίδεται σε τραυματισμούς κατά το παιχνίδι και τον αθλητισμό.
Σε άλλες αυτοάνοσες αρθρίτιδες που επηρεάζουν τον αξονικό σκελετό, δηλαδή τη σπονδυλική στήλη, όπως για παράδειγμα στην Αγκυλοποιητική σπονδυλίτιδα ή στην Ψωριασική αρθρίτιδα οι ασθενείς αργούν ακόμη περισσότερο να δουν κάποιο ρευματολόγο. Στις περιπτώσεις των νοσημάτων αυτών υπάρχει συχνά πόνος στη μέση, στους γλουτούς ή στη ράχη και οι ασθενείς μπορεί να θεραπεύονται μόνο με απλά αντιφλεγμονώδη ή και να κάνουν φυσιοθεραπεία χωρίς ουσιαστικό όφελος πριν κάποιος ορθοπεδικός –στον οποίο συχνά απευθύνονται αρχικά οι ασθενείς- να υποψιαστεί ότι πρόκειται για κάποιο ρευματολογικό νόσημα.
Η διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας είναι κατά βάση κλινική και απαιτεί επίσκεψη σε ειδικό ιατρό, ρευματολόγο, ο οποίος με σωστή λήψη ιστορικού και πλήρη κλινική εξέταση θα αναγνωρίσει χαρακτηριστικά σημεία και συμπτώματα της νόσου, αλλά και θα αποκλείσει άλλα πιθανά αίτια αρθρίτιδας. Ειδικά στα αρχικά στάδια της νόσου, σε κάποιους ασθενείς η διάγνωση μπορεί να είναι δύσκολη. Η υποψία της ρευματοειδούς αρθρίτιδας που θα έχει τεθεί από το ιστορικό και την κλινική εξέταση, θα ενισχυθεί περαιτέρω από εργαστηριακό και απεικονιστικό έλεγχο (ακτινογραφίες, υπέρηχος αρθρώσεων, μαγνητική τομογραφία όπου και όταν απαιτείται) ώστε να τεθεί η διάγνωση.
Για τη διάγνωση τις ρευματοειδούς αρθρίτιδας απαιτούνται απλές (γενική εξέταση αίματος, βιοχημικός έλεγχος, δείκτες φλεγμονής), αλλά και λίγο πιο εξειδικευμένες εξετάσεις αίματος. Στον ορό των ασθενών με ρευματοειδή αρθρίτιδα μπορεί να ανιχνευθούν και κάποια αντισώματα, όπως ο ρευματοειδής παράγοντας και τα αντισώματα έναντι του κυκλικού κιτρουλλινιωμένου πεπτιδίου (anti-CCP).
Τα αντισώματα αυτά, εφόσον βρεθούν θετικά, υποστηρίζουν την κλινική διάγνωση. Η παρουσία τους δεν σημαίνει απαραίτητα νόσο, αλλά και η απουσία τους δεν αποκλείει τη διάγνωση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, η οποία όπως προειπώθηκε, είναι κατά κανόνα κλινική.
Αν και έως σήμερα δεν υπάρχει θεραπεία με την οποία να επιτυγχάνεται ίαση της ρευματοειδούς αρθρίτιδας, η σημαντική πρόοδος που έχει επιτελεστεί τα τελευταία χρόνια στην κατανόηση της παθογένειας της νόσου, έχει συντελέσει ουσιαστικά στην ύπαρξη πολλών θεραπευτικών επιλογών για τους ασθενείς με ρευματοειδή αρθρίτιδα.
Στόχος της θεραπείας είναι η επίτευξη της ύφεσης της νόσου, δηλαδή της αναχαίτισης της φλεγμονής και της καταστροφής των αρθρώσεων, η μείωση του πόνου, η βελτίωση της λειτουργικότητας και της ποιότητάς ζωής των ασθενών.
Σημαντικό ρόλο στην επιτυχή θεραπεία διαδραματίζει η έγκαιρη και ενδεδειγμένη αγωγή, η καλή συνεργασία μεταξύ θεράποντος ιατρού και ασθενούς, αλλά και η σωστή ενημέρωση των ασθενών.
Βασική φαρμακευτική αγωγή για τη ρευματοειδή αρθρίτιδα αποτελούν τα τροποποιητικά της νόσου αντιρευματικά φάρμακα (Disease Modifying Anti-Rheumatic Drugs, DMARD), συνθετικά ή βιολογικά. Η γενική κατάσταση του ασθενούς, η υπάρχουσα ή και η αναμενόμενη εξέλιξη της νόσου, η αποτελεσματικότητα άλλα και οι πιθανές παρενέργειες των φαρμάκων, πρέπει να συνυπολογίζονται εξατομικευμένα για κάθε ασθενή ώστε να συστήνεται η κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή.
Σήμερα πλέον είμαστε τυχεροί καθώς διαθέτουμε μια πλειάδα φαρμάκων για τη θεραπεία της ρευματοειδούς αρθρίτιδος με τα οποία η πλειονότητα των ασθενών θα επιτύχει την ύφεση της νόσου, δηλαδή την αναχαίτιση της φλεγμονής και της βλάβης στις αρθρώσεις, θα απαλλαγεί από τον πόνο και θα έχει μια καθημερινότητα με φυσιολογική κινητικότητα και λειτουργικότητα.
Αν και πολλές από αυτές μπορεί να μην είναι επιζήμιες, με εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες, δεν έχουν αποδειχτεί ή διαπιστωθεί τα ευεργετικά τους αποτελέσματα. Κάποιες εναλλακτικές θεραπείες, π.χ. βελονισμός, μπορεί να ελαττώσουν τον πόνο όχι όμως να αναστείλουν την καταστροφή που προκαλεί η διάβρωση των αρθρώσεων.
Η ενθάρρυνση δραστηριοτήτων που ενισχύουν την ικανότητα του ατόμου να λειτουργεί ανεξάρτητα αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας ολοκληρωμένης θεραπευτικής προσέγγισης.
Ανάπαυση και άσκηση: Ανάπαυση επιβάλλεται για τους ασθενείς που εμφανίζουν έξαρση της νόσου. Όμως, μόλις η θεραπευτική παρέμβαση επιτύχει την ύφεση, τότε συνιστάται η έναρξη της άσκησης. Αυτή αποσκοπεί στην ενδυνάμωση των μυών και τη διατήρηση της ευκινησίας/ευλυγισίας των αρθρώσεων. Μειώνει τον πόνο, διατηρεί το σωματικό βάρος σε κανονικά επίπεδα, εξασφαλίζει καλύτερο ύπνο και δημιουργεί ευεξία. Το πρόγραμμα ασκήσεων θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τις φυσικές ικανότητες του ατόμου, τα όρια αντοχής του και τις συνεχώς μεταβαλλόμενες ανάγκες του.
Καταπολέμηση του άγχους: Οι ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα αντιμετωπίζουν όχι μόνο σωματικά αλλά και ψυχολογικά προβλήματα. Συναισθήματα που προκαλούνται εξαιτίας της νόσου – φόβος, θυμός, απογοήτευση – συνδυαζόμενα με πόνο και περιορισμό της κινητικότητας του ατόμου μπορεί ν’ αυξήσουν το άγχος. Το άγχος μειώνει την αντοχή του ασθενούς στον πόνο. Έτσι, για την αντιμετώπισή του προτείνονται διάφορα μέσα, όπως ανάπαυση σε τακτά χρονικά διαστήματα και ασκήσεις χαλάρωσης. Επίσης, η συμμετοχή σε ομάδες ψυχολογικής υποστήριξης και η σωστή επικοινωνία με τους θεραπευτές συμβάλλουν στην καταπολέμηση του άγχους.
Υγιεινή διατροφή: Δεν έχει αποδειχθεί ότι υπάρχει κάποιο είδος τροφής που βοηθά ή βλάπτει τους ασθενείς με Ρευματοειδή Αρθρίτιδα. Από κάποιες προκαταρκτικές παρατηρήσεις Ελλήνων και ξένων ερευνητών, φάνηκε ότι σε άτομα που νηστεύουν και τρέφονται με ελαιόλαδο και χόρτα ο κίνδυνος εμφάνισης της νόσου είναι μικρότερος. Παρόλα αυτά, μια ισορροπημένη διατροφή με αρκετές (αλλά όχι υπερβολικές) θερμίδες, πρωτεΐνες και ασβέστιο παίζει σημαντικό ρόλο στην καλή κατάσταση των ασθενών. Η δίαιτα ασθενών που λαμβάνουν κορτικοστεροειδή πρέπει να είναι χωρίς αλάτι και με περιορισμένη ποσότητα σακχαρούχων τροφίμων. Επίσης, ασθενείς που λαμβάνουν φάρμακα ηπατοτοξικά πρέπει να αποφεύγουν τη λήψη μεγάλων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών.
© Copyright 2020 zampeli-rheumatology.gr
Ραντεβού με την Ιατρό Ευαγγελία Κ. Ζαμπέλη