Το σύνδρομο Sjögren είναι αυτοάνοσο νόσημα το οποίο χαρακτηρίζεται από την παραγωγή αυτοαντισωμάτων έναντι των εξωκρινών αδένων που παράγουν δάκρυα και σάλιο (δακρυϊκοί και σιελογόνοι αδένες). Αυτό έχει ως συνέπεια τη διαταραχή της εύρυθμης λειτουργίας τους
προκαλώντας οφθαλμική και στοματική ξηρότητα, δηλαδή ξηροφθαλμία και ξηροστομία.
Η ξηροφθαλμία εκδηλώνεται με κάψιμο ή κνησμό των ματιών και συχνά με το αίσθημα άμμου ή ξένου σώματος στα μάτια, τα οποία μπορεί να είναι κόκκινα και ερεθισμένα. Η ξηροφθαλμία διαγιγνώσκεται με την εφαρμογή εξειδικευμένων οφθαλμολογικών εξετάσεων. Η ξηροστομία προκαλεί δυσκολία στην κατάποση και στην ομιλία, αλλαγές στη γεύση και στην όσφρηση, καθώς και ξηρό βήχα. Επιπλέον, λόγω της ξηροστομίας αυξάνεται η τερηδόνα των δοντιών και εμφανίζεται συχνότερα στοματίτιδας από μύκητες.
Το σύνδρομο Sjögren μπορεί να βλάψει τη λειτουργία και άλλων εξωκρινών αδένων του οργανισμού προκαλώντας ξηρότητα και σε άλλες περιοχές που φυσιολογικά χρειάζονται υγρασία, όπως είναι η μύτη, ο φάρυγγας, οι βρόγχοι, η τραχεία, το δέρμα και στις γυναίκες ο κόλπος.
Όπως τα περισσότερα αυτοάνοσα νοσήματα, έτσι και το σύνδρομο Sjögren είναι κατ’εξοχήν νόσος των γυναικών. Οι γυναίκες εμφανίζουν εννέα φορές συχνότερα το σύνδρομο Sjögren από τους άνδρες. Στην Ελλάδα, το 0,3 με 0,6% των γυναικών ηλικίας από 19 έως 75 ετών πάσχει από σύνδρομο Sjögren. Θεωρείται το δεύτερο σε συχνότητα συστηματικό, αυτοάνοσο νόσημα μετά τη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Άτομα όλων των ηλικιών μπορεί να προσβληθούν, αλλά η νόσος εμφανίζεται συχνότερα μετά την ηλικία των 40 ετών. Η εμφάνιση της νόσου στα παιδιά είναι σπανιότερη. Συνήθως, τα αρχικά συμπτώματα του συνδρόμου Sjögren είναι μη ειδικά και μελέτες έχουν δείξει ότι υπάρχει κατά μέσο όρο καθυστέρηση περί τα 4.5 έτη από την έναρξη των συμπτωμάτων έως ότου τεθεί η διάγνωση.
Εκτός από την ξηροστομία και την ξηροφθαλμία, οι ασθενείς με σύνδρομο Sjögren μπορεί να εμφανίσουν επιπλέον ξηρό βήχα, διόγκωση των σιελογόνων αδένων -όπως για παράδειγμα των παρωτίδων-, εύκολη κόπωση, φαινόμενο Raynaud, αρθραλγίες και κάποιες φορές αρθρίτιδα κυρίως των μικρών αρθρώσεων των άκρων χειρών και ποδών και πορφύρα. Ακόμα, σε κάποιους ασθενείς προσβάλλονται οι πνεύμονες, τα νεφρά, το ήπαρ, τα αγγεία και τα περιφερικά νεύρα. Κάποιοι (3-5%) ασθενείς με σύνδρομο Sjögren είναι περισσότερο επιρρεπείς στην ανάπτυξη λεμφώματος απ’ ότι υγιή άτομα της ίδιας ηλικίας, φύλου και φυλής. Για την υπο-ομάδα αυτή των ασθενών με σύνδρομο Sjögren υπάρχουν ξεκάθαροι προδιαθεσικοί παράγοντες, κλινικοί και εργαστηριακοί, που μπορούν να προβλέψουν την μελλοντική ανάπτυξη λεμφώματος, τους οποίους ο θεράπων ρευματολόγος πρέπει να αναγνωρίζει από την έναρξη της νόσου και να παρακολουθεί στενότερα τους ασθενείς αυτούς.
Η διάγνωση του συνδρόμου Sjögren απαιτεί τη λήψη σχολαστικού ιστορικού, την κλινική εξέταση του στόματος και των μεγάλων σιελογόνων αδένων για διόγκωση ή μάζες. Ο βαθμός της ξηρότητας του στόματος αναδεικνύεται από τα ευρήματα της εξέτασης της γλώσσας, ενώ ο βαθμός της ξηροφθαλμίας από εξειδικευμένες οφθαλμολογικές εξετάσεις. Η βιοψία των μικρών σιελογόνων αδένων του κάτω χείλους μπορεί να απαιτείται ώστε να επιβεβαιωθεί η διάγνωση του συνδρόμου Sjögren ή να αποκλειστούν άλλες πιθανές αιτίες ξηροστομίας. Αιματολογικές εξετάσεις για την ανεύρεση στον ορό των ασθενών των ειδικών αυτοαντισωμάτων έναντι των Ro και La αυτοαντιγόνων είναι απαραίτητες. Τα αυτοαντισώματα κατά του La αυτοαντιγόνου ανευρίσκονται κατ’ ἐξοχήν στον ορό του αίματος ασθενών που πάσχουν από το σύνδρομο Sjögren, είναι δηλαδή διαγνωστικά. Επίσης ο θεράπων ρευματολόγος θα πρέπει να ζητήσει μια σειρά εξετάσεων που θα χρησιμεύσουν για την αναζήτηση δεικτών που θα απαιτούν πιο συστηματική παρακολούθηση κάποιων ασθενών.
Το σύνδρομο Sjögren μπορεί να εμφανίζεται μόνο του (πρωτοπαθές) ή να συνυπάρχει σχεδόν με όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα. Τότε το σύνδρομο Sjögren ονομάζεται δευτεροπαθές.
Το σύνδρομο Sjögren δεν είναι κληρονομούμενο. Εντούτοις, όπως όλα τα άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα έτσι και οι ασθενείς που αναπτύσσουν το σύνδρομο Sjögren έχουν γενετική προδιάθεση για την εμφάνιση της νόσου.
Γενικά οι ασθενείς με το σύνδρομο Sjögren δεν παρουσιάζουν προβλήματα κατά τη διάρκεια της κύησης αλλά ούτε και μετά από αυτή. Εντούτοις, τα αυτοαντισώματα που κυκλοφορούν στο αίμα των ασθενών με σύνδρομο Sjögren μπορεί σπάνια να βλάψουν το έμβρυο και να προκαλέσουν Νεογνικό λύκο. Σήμερα όμως με την πρόοδο της επιστήμης είναι δυνατόν πρώιμα, να παρέμβουμε θεραπευτικά και να αποφευχθεί η επιπλοκή αυτή.
Η θεραπευτική αγωγή είναι εξατομικευμένη και διαμορφώνεται βάσει των οργάνων του οργανισμού που έχουν προσβληθεί από το σύνδρομο Sjögren. Η ανακούφιση από την ξηρότητα είναι το κύριο μέλημα του γιατρού. Για την ξηροφθαλμία χρησιμοποιούνται τεχνητά δάκρυα, ή αλοιφές δακρύων κατά τη διάρκεια της νύχτας, ενώ χορηγούνται και φάρμακα που διεγείρουν την παραγωγή δακρύων και σάλιου (π.χ. υδροχλωρική πιλοκαρπίνη). Για την αντιμετώπιση της αρθρίτιδας που παρατηρείται σε ασθενείς με σύνδρομο Sjögren χορηγούνται η υδροξυχλωροκίνη και η μεθοτρεξάτη. Όταν έχουν προσβληθεί ζωτικά όργανα όπως ο νεφρός είναι δυνατό να χορηγηθούν κορτικοστεροειδή με άλλα ανοσοκατασταλτικά φάρμακα (αζαθειοπρίνη). Το λέμφωμα σε ασθενείς με σύνδρομο Sjögren αντιμετωπίζεται με ειδικά χημειοθεραπευτικά φάρμακα.
© Copyright 2020 zampeli-rheumatology.gr
Ραντεβού με την Ιατρό Ευαγγελία Κ. Ζαμπέλη